- Κόκκοι
- Κόκκοςgrainmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
ακουατίντα — Μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο (χαλκό ή ψευδάργυρο). Μπορεί να δώσει θαυμάσια ζωγραφικά αποτελέσματα, που θυμίζουν κάπως σχέδια που έχουν γίνει με πινέλο και σινική μελάνη ή σέπια. Ιστορία. Η εφεύρεση της μεθόδου αποδίδεται γενικά στον Γάλλο… … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek
μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… … Dictionary of Greek
μετεωρίτες — Θραύσματα στερεού υλικού, αστρικής προέλευσης, που περνούν από την πλησιόχωρο περιοχή της Γης ή πέφτουν πάνω στην επιφάνειά της. Η υψηλή θερμοκρασία (μέχρι 25000 C) που αναπτύσσεται, αποτέλεσμα της μεγάλης ταχύτητας με την οποία διασχίζουν την… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CHERMES vel GUERMES — CHERMES, vel GUERMES Arabibus pro cocco, seu vermiculo, seu verme: unde etiam nomen. Κόκκοι enim sive grana fruticis, qui granum tinctorium fert, intus parvis scatent vermiculis, quorum sanics coccino tingendo praeclara est, unde vermis pro cocco … Hofmann J. Lexicon universale
COSCULIUM — apud Plinium ubi de cocco, l. 16. c. 8. Granum hoc, primoque ceu scapus fruticis parvae aquisoliae ilicis: cosculium vocant, pensionem alter am tributi pauperibus Hispaniae donat. Graece κοσκύλιον est; a κοσκύλλειν, quod proprie significat… … Hofmann J. Lexicon universale
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek